- αβασιμότητα
- η [αβάσιμος]η έλλειψη βασιμότητας, σταθερής βάσης ή υποστάσεως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ένσταση — η 1. αντίρρηση εναντίον επιχειρήματος, εναντιολογία, αμφισβήτηση, αντιγνωμία. 2. όρος που εκφράζει την άρνηση μιας ξένης άποψης και τη διάψευσή της. 3. (νομ.), η αντίρρηση που υποβάλλεται από τον εναγόμενο εναντίον κάποιας αγωγής, με την οποία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)